(απαραίτητο για την ψηφοφορία των ταινιών)
(απαραίτητο για το σχολιασμό των ταινιών)

Στατιστικά

  • Σύνολο μελών: 6617

Τυχαίες ταινίες

Βαγγέλης Κοτρώνης

Flash

Έτος:
1984
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος

Η γέφυρα

Έτος:
1995

Κείμενο του Γιώργου Μαρκόπουλου "Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ" για την Φρίντα Λιάππα

Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ
 
Από τις πιο οδυνηρές (μετά το θάνατο της) καταστάσεις είναι και αυτή που βιώνω τώρα, αφού η Φρίντα υπήρξε για μένα, τότε, στα νεανικά χρόνια, στη γενέτειρα, οδηγός, μέτρο πηγαιότητας του ενστίκτου, ώς και άνω ακρότατο όριο της πιο παρθένας δίψας της ανθρώπινης ύπαρξης για ζωή, έτσι δυναμική, αγέρωχη, εκρηκτική και «ταχύπλοη» καθώς ήταν. Αλλά, ας είναι.
Η Φρίντα Λιάππα εμφανίστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Λυρικός επίλογος της οδού Πατησίων, το 1980, στην οποία η συναισθηματική ευθυβολία μαζί με μια ευτυχισμένη πληθωρικότητα ενθάρρυναν δημιουργήματα λίαν χυμώδη, για να μας κάνει έτσι να υποψιαστούμε ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε, ήδη, μια συγγραφέα που, πάνω απ' όλα, καταβάλλει ως αντίτιμο για το κέρδος, στο βωμό του προσωπικού σπαραγμού, ένα αυτοκαταστροφικό, πλην όμως δώρο ακριβό της φύσης προς αυτήν, πάθος. Συνέχισε με Τα ήσυχα ποιήματα και τα κυνηγετικά σκυλιά, το 1981 (γραμμένα, όμως, όπως η ίδια δηλώνει στον υπότιτλο, σχεδόν εκ παραλλήλου με τα προηγούμενα τους - από το 1967 μέχρι το 1980), όπου η χειμαρρώδης ορμή της θεαματικά ατίθασης εφηβείας εναλλάσσεται με ένα λεπτό πένθος για ό,τι δεν κατακτήθηκε, αλλά και από μια θλίψη υποβόσκουσα για ό,τι δεν πρόκειται να επανέλθει, ενώ στοιχεία επικαιρικά, σε συνδυασμό με ποικίλες ατομικές μεταπτώσεις, προκαλούν στίχους που οι όμορφα χαμηλοί τόνοι της φωνής τους καθιστούν σε κάποιους τόπους, πράγματι, τρυφερούς. Πάντως, και οι δύο αυτές συλλογές, σε καμία περίπτωση δεν θα μας έκαναν να φανταστούμε ότι θα προοιωνίζονταν όσα στο επόμενο βιβλίο [Η μυστηριώδης ασθένεια (1985)] θα συνέβαιναν: τα υπό απόλυτη αυστηρότητα καθορισμένα όρια της ποιήσεως συγχέονται ευεργετικά πια με τα όρια μιας αναλυτικότερης γραφής, για να επιτραπεί έτσι στη Λιάππα να επεκταθεί σε άλλα πεδία, ευρύτερα, τη στιγμή ακριβώς που η ένταση των αναζητήσεων της στρέφεται όλο και προς τα ενδότερα και, ως εκ τούτου, οι ανάγκες της έκφρασης καθίστανται συνθετότερες. Και είναι αλήθεια ότι ο λόγος της, «ασθματικός» εδώ, σαν την ανάσα ανθρώπου καταδιωκομένου, ανασύρει εικόνες και εικόνες από τα βαθύτερα της μνήμης, δίνοντας, μάλιστα, συνέχεια στην «ασυνέχεια» τους, ενώ, ταυτοχρόνως, προβάλλει τις έντονες ανησυχίες μιας συνείδησης δονούμενης και ακαταπαύστως βαλλόμενης από βασανιστικές προσπάθειες αυτοπροσδιορισμού, από στοιχεία αντλημένα κυρίως από την η παιδική-εφηβική ηλικία, από πένθη προερχόμενα από την απώλεια προσώπων-ακρογωνιαίων λίθων στη ζωή, και, τέλος, από μια διάσταση (που, άλλωστε, δεν είναι άλλη από την «ασθένεια» που ο ίδιος ο τίτλος δηλώνει) ανάμεσα σε αυτήν και στον κόσμο, έτσι όπως με τους στενούς βιορυθμούς του λειτουργεί, η οποία έχει ήδη αρχίσει διακριτικά να εμφιλοχωρεί, πλην όμως, καταλυτικά να την απεξαρθρώνει.
Γι' αυτό και στο Ερωτηίδος μάρτυρος (1990) που ακολουθεί (το καλύτερο της βιβλίο), η Φρίντα Λιάππα δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθεί πια τα γεγονότα πίσω από το τεράστιο τζάμι μιας άηχης απομόνωσης, ενώ μια έρημος ψυχικών εγκαυμάτων εξαπλούται, ήδη, παντού. Πρόσωπα, έμμονες ιδέες, ο ερωτικός «Αλέξανδρος», ζητούμενο που διαρκώς μετατίθεται, και, τέλος, η μάνα, ως αθεράπευτη έλλειψη, περιστρέφονται, στοιχημένα όλα κάτω από μια περίεργη αφήγηση, που τη γεφυρώνουν πλάνα μιας σχιζοφρενικής καθημερινότητας. Τα πάντα στο βιβλίο αυτό, τελετουργικά σχεδόν, χορδίζονται από ένα ρυθμό που δεν χαλαρώνει ούτε στο ελάχιστο, αλλά ούτε και αποκλίνει από το εσωτερικό μέτρο του• ένα ρυθμό, ο οποίος, υποστηριγμένος καθώς είναι σε ορισμένα σημεία και από κάποια υπερόχως γοητεύοντα ευρήματα, έρχεται για να τονίσει αποτελεσματικά όλη εκείνη την πνιγηρότητα που η Λιάππα επιδιώκει να μεταδώσει. Γι' αυτό και προσφεύγει, αυτή, πολύ συχνά στην επανάληψη, αφήνει τις εικόνες της να πλανώνται επίτηδες θολές και ρευστές, ενώ δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη λεπτομέρεια που μεγεθύνει την εσωτερική αγωνία.
Και ποια είναι αυτή η «εσωτερική αγωνία»; Θα έλεγα πως δεν είναι άλλη από εκείνη τη «διάσταση» που ήδη πιο πάνω εντοπίσαμε, πλην όμως αυξημένη, εδώ, στα υψηλότερα δυνατά πολλαπλάσια, αγγίζοντας πλέον τα επακόλουθα που επιφέρει ο τρόμος του εγκλείστου και του παγιδευμένου. Γι' αυτό και οι κινήσεις της κεντρικής ηρωίδας δεν είναι παρά οι κινήσεις ανθρώπου που τον έχουν διαβρώσει, ήδη, μανίες καταδίωξης, τον έχουν καταποντίσει ζοφερές κυκλοθυμίες και τον έχουν εγκλωβίσει στη δίνη τους μεταφυσικά ερωτήματα - ερωτήματα, τα οποία επιστρατεύονται για να ορίσουν το μέγεθος και την έκταση του εφιαλτικού στοιχείου, έτσι όπως αυτό υφέρπει για να δηλητηριάσει τα πάντα, αλλά και για να προετοιμάσει ταυτοχρόνως και το έδαφος για το επόμενο μυθιστόρημα-σενάριο Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης (το άριστο βιβλιαρίδιο 1964-1988 που μεσολαβεί, ας το θεωρήσουμε ως οφειλή της Λιάππα στην παλαιότερη αποσταγματική γραφή της), στο οποίο αυτή χρησιμοποιεί με αποτελεσματικότητα στοιχεία από την αρχαία τραγωδία, για να μας παρουσιάσει με μια περιγραφή κοφτή, στακάτη, όσο και ηθελημένα επεξηγηματική, το δράμα του ανθρώπινου όντος πάνω στη γη. Γι' αυτό και προσπαθεί μέσα από τη ροή των «συρταρωτών» κεφαλαίων του να συναιρέσει το τότε με το τώρα, να συναιρέσει τα πρόσωπα, τις ηλικίες, τα φύλα, εκεί όπου γενιές πυρπολημένων προσφύγων μέσα στον ίδιο τον εαυτό τους ψάχνουν στα τυφλά να βρουν την ταυτότητα τους και, προπάντων, τη χαμένη αυθεντικότητα τους, η οποία θα τους βοηθήσει ώστε, μέσα από τη βαθύτερη ειλικρίνεια και την αρμονική ταύτιση με όσους αγαπούν, να ξεπεράσουν τη φυλακή του πρόσκαιρου φθαρτού σώματος, να αποφύγουν την παγίδα των εσωτερικών τους πλεγμάτων και να αγγίξουν την απόλυτη αλήθεια του είναι. Πάντως, τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι σε ολόκληρο το έργο της Φρίντας Λιάππα, και ιδιαίτερα στα δύο τελευταία πεζά της, που το ένα περισσότερο και το άλλο λιγότερο αποτελούν και την κορυφαία στιγμή της λογοτεχνικής προσφοράς της, πλανάται διαρκώς και αδιαλείπτως μέσα τους η εξαίσια, ως αίσθηση, ιδέα της ποίησης, η οποία μεταφράζεται, θα έλεγα, πολλές φορές, σε μια υπόγεια μουσική, «που προσπαθεί να εκφράσει το άρρητο», όπως άλλωστε μας επισημαίνει σε κάποιο σημείο και η ίδια. Γι’ αυτό και εκείνος που θα θελήσει να πλησιάσει ουσιαστικά τα δύο αυτά βιβλία, αυτή τη μουσική θα πρέπει να αναζητήσει ευθύς εξαρχής, όπως επίσης ευθύς εξαρχής θα πρέπει μαζί της να εντοπίσει, παρακάμπτοντας τελείως το εξωτερικό γεγονός, και εκείνη την επίμονη πρόθεση εσωστρέφειας της Λιάππα• αυτή την πρόθεση που ακαταπαύστως «τορπιλίζεται» από την ανηλεή και εξοντωτική (πλην όμως πολύ καλά συγκεκαλυμμένη) διαμάχη ανάμεσα στο άτομο, στον έρωτα και το θάνατο, με τη ζυγαριά ύπουλα κλίνοντας προς το μέρος του τελευταίου, ωθώντας την έτσι προς τα εκεί όπου τα γεγονότα μέσα στη μνήμη λόγω των «κινδύνων» αναβαπτίζονται, προκαλώντας συγχρόνως μια μυστηριακή, μέσα στην έξαρση, γαλήνη ή μεταπηδώντας από την όχθη της μιας διαθέσεως στην άλλη. Και, πράγματι, η ευκολία με την οποία η Λιάππα περνά από την πραγματικότητα στην υπέρβαση, τον τρόμο ή την επιθυμία, η επιδεξιότητα με την οποία ανατρέπει τα όρια ανάμεσα στο υπαρκτό ή στο μαγικώς αιωρούμενο, και η βεβαιότητα που αποπνέει ότι τα πάντα στο έργο της είναι στοιχεία απολύτως βιωμένα, απόδειξη ότι αυτή δηλαδή έκανε (όσο λίγοι) τη ζωή σε τέτοιο βαθμό τέχνη ή την τέχνη ζωή, και έδωσε διαστάσεις ονείρου (έστω και εφιαλτικού) στα πεπραγμένα της, είναι σπουδαία.

ΓΙΩΡΓΟΣ   ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ