(απαραίτητο για την ψηφοφορία των ταινιών)
(απαραίτητο για το σχολιασμό των ταινιών)

Στατιστικά

  • Σύνολο μελών: 6617

Τυχαίες ταινίες

Ανδρέας Θωμόπουλος

On your own

Έτος:
1968
Προβολή της ταινίας

Γράμματα από την Αμερική

Dan Geprgaka "Η εικόνα του μετανάστη στον ελληνικό εμπορικό κινηματογράφο". Αναφορά στα "Γράμματα απο την Αμερική"

Η εικόνα του μετανάστη στον ελληνικό εμπορικό κινηματογράφο

του Dan georgakas

Οντας παίδι "της ελληνικής διασποράς στις ΗΠΑ, πάντα γοητευόμουν από τον τρόπο που απεικονίζονται οι μετανάστες στις ελληνικές ταινίες. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η ακρίβεια αυτών των πορτρέτων, όσο με ενδιαφέρει ο πολιτισμικός προσδιορισμός των μεταναστών. Άραγε οι Έλληνες που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ θεωρούνται ακόμα «οικογένεια» ή μήπως έχουν καταντήσει ενοχλητικές πολιτισμικές μεταλλάξεις; Στο ερώτημα αυτό παρέχουν ορισμένες απαντήσεις οι ταινίες Μετανάστης (1965), Δολάρια και όνειρα (1956) και Η θεία απο το Σικάγο (1957)

Ο Μετανάστης αρχίζει με τούς χωρικούς της Σκιάθου, που μαθαίνουν με χαρά ότι ο συντοπίτης τους θανασός επιστρέφει έπειτα από απουσία δεκαετιών, Οι φήμες ότι το μισό Σικάγο είναι δικό του» δίνουν και παίρνουν. Ο δήμαρχος προετοιμάζει έναν πομπώδη λόγο για την υποδοχή, ο χωροφύλακας βάζει τους μουσικούς να κάνουν πρόβα για το ένδοξο καλωσόρισμα του Θανασού στην πατρίδα και ο γραμματέας της κοινότητας παίρνει χωριστά συνέντευξη από κάθε χωριανό για να βάλει σε μια σειρά τα μελλοντικά σχέδια που πρέπει να χρηματοδοτήσει ο Θανασός. Η όχι και τόσο ελκυστική ανύπαντρη αδερφη του είναι τώρα σίγουρη ότι έχει στα χέρια της την προίκα που χρειάζεται για να παντρευτεί έναν ωραίο άντρα, για τον οποίο προηγουμένως δεν είχε καμία ελπίδα. Πράγματι, ο Θανασός είχε πάει στην Αμερική ειδικά για να εξασφαλίσει προίκα στις πέντε αδερφές του χάρη στην οικονομικη του βοήθεια, οι τέσσερις ήδη παντρεύτηκαν. Εντελώς διαφορετικά συναισθήματα κατακλύζουν την Ανθη, την παιδική αγάπη του Θανασού. Μολονότι έχει χρόνια να πάρει γράμμα του, η αφοσιωμένη Ανθή απορρίπτει όλους τους επίδοξους μνηστήρες, βέβαιη ότι μια μέρα ο Θανασός θα την αναζητήσει.

Η ταινία παρουσιάζει μια απρόσμενη, θλιβερή στροφή όταν αποκαλύπτεται ότι ο Θανασός γυρίζει πίσω βαριά άρρωστος, με μόνη περιουσία του τα χρήματα που έχει αποταμιεύσει για την τελευταία προίκα. Το ποσό αυτό είναι αρκετό για τον πιο ποθητό άντρα του νησιού, που σκοπεύει με αυτό να ανοίξει ένα εστιατόριο, την «Ωραία Αμερική». Ωστόσο, ο άρρωστος Θανασός βλέπει εφιάλτες με μια Αμερική όχι και τόσο ωραία, όπου δούλεψε ως λούστρος, λαντζέρης, εργάτης σε καθαρισιήριο και οικοδόμος. Σε μια έξυπνα υπαινικτική αναφορά στην κοινωνική θέση των Ελληνοαμερικανών εκείνη την εποχή, ο μόνος Αμερικανός που εμφανίζεται δίπλα στον Θανασό είναι ένας μαύρος. Ο Θανασός είναι τόσο άρρωστος που δεν μπορεί να πάει στον γάμο της αδερφής του. Ενώ εκείνη οδηγεί τη γαμήλια πομπή στην πλατεία του χωριού, η Ανθή πηγαίνει να δει τον Θανασό και διαπιστώνει ότι αυτός είναι στα τελευταία του. Ένα τελευταίο αγκάλιασμα επιβεβαιώνει έναν αμοιβαίο έρωτα, καταδικασμένο από τις συνθήκες. Η συνομιλία τους διακόπτεται από εμβόλιμες εικόνες της αδερφής του, που χορεύει όλο χαρά, γιορτάζοντας έναν γάμο χωρίς ίχνος συναισθήματος. Λίγο μετά τον θάνατο του Θανασού η Ανθή κοιτάζει προς το μέρος μας μέσα από το παράθυρο και τραγουδάει ένα μοιρολόι. Παρ' όλο που περιέχει όλα τα ακραία στοιχεία του συμβατικού ελληνικού μελό, ο Μετανάστης, που βασίοτηκε σε ένα διήγημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, προσφέρει σημαντικές πολιτισμικές υπηρεσίες. Η αντικειμενικότητα με την οποία η ταινία περιγράφει την εργασιακή πράγμαπκότητα του πρώτου κύματος ελλήνων μεταναστών χαρίζει μία απρόσμενη και αναζωογονη τική στιγμή στον λαϊκό κίνηματογράφο.Το ίδιο αντικειμενική είναι και η αντιμετώπιση της ελληνικής κουλτούρας. Ο οκηνοθέτης Νέστορας Μάτσας, πασίγνωστος για τις Λαογραφικές του ταινίες, επιλέγει φορεσιέςς, χορούς και αυθεντικούς εσωτερικούς χώρους, που αντιστοιχούν επακριβώς στον χρόνο και στην τοποθεσία της ταινίας. Όλα αυτά τα στοιχεία θύμιζαν και θυμίζουν στο κοινό, τότε και τώρα, ότι στη μεταπολεμική Ελλάδα κυριαρχούσε κατά πολύ η επαρχιακή κουλτούρα του δέκατου ένατου αιώνα.

Η υπόθεση του Δολάρια και όνειρα περιστρέφεται γύρω από έναν Ελληνοαμερικανό, όνοματι Τζίμι. Αυτός έρχεται στην Ελλάδα για να εντοπίσει έναν Πελοποννήσιο, για τον οποίο είναι γνωστό μόνο ότι λέγεται κ. Παπαδόπουλος και έχει κληρονομήσει μισό εκατομμύριο δολάρια. Όταν ο Τζίμι βάζει στην εφημερίδα μια αγγελία για την ανεύρεση του χαμένου κληρονόμου, πολιορκείται από εκατοντάδες, που όλοι ισχυρίζονται ότι είναι ο Παπαδόπουλος. Το γέλιο πσυ ακολουθεί υποστηρίζεται από τους έξυπνους διάλογους που έγραψε ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης. Βοηθός του Τζίμι στην έρευνά του είναι η Μαίρη, μια ωραία Αθηναία, την οποία αυτός ερωτεύεται αμέσως. Τα συνηθισμένα μπερδέματα στις σχέσεις και οι παρεξηγήσεις δεν λύνονται παρά μόνο σχεδόν στο τέλος της ταινίας. Έπειτα από έναν τελευταίο σαματά στο λιμάνι του Πειραιά, ο έρωτας κυριαρχεί καιένας γάμος επισφραγίζει τον δεσμό μεταξύ Ελλήνων και Αμερικανών.

Η φαρσοκωμωδία βασιλεύει και στη θεία από το Σικάγο. Η ενεργητικότητα μιας παλιννοστήσασας μετανάστριας οδηγεί τον συντηρητικό αδερφό της στην πραγματικότητα του εικοστού αιώνα. Χρησιμοποιώντας τον αμερικανικό τρόπο σκέψης, δεν πετυχαίνει μόνο να παντρέψει στα γρήγορα και τις τρεις ανηψιές της που είναι σε ηλικία γάμου, αλλά καταφέρνει να παντρευτεί και η ίδια. Στην πορεία, το σπιτικό του αδερφού της έρχεται σε επαφή με στοιχεία που παρουσιάζονται ως η τελευταία αμερικανική μόδα στο ντύσιμο, στη μουσική, στην επίπλωση και στον χορό. Αυτού του είδους η αμερικανική πολιτισμική παρέμβαση παρουσιάζεται ασφαλώς ως επιθυμητή και θετική. Συνενώνει όλες τις γυναίκες και τελικά αποκαθιστά την φθαρμένη σχέση μεταξύ αδερφού και αδερφής. Η ερμηνεία της Γεωργίας Βασιλειάδου στον ρόλο της θείας είναι εξαίρετη.

Η άποψη αυτή που θέλει την Αμερική πρωταρχική χώρα για την ελληνική επιτυχία, εκφράζεται και πάλι στα Γράμματα από την Αμερική, μια ταινία μικρού μήκους του Λάκη Παπαστάθη, που γυρίστηκε το 1972. Το πρώτο γράμμα αρχίζει με τις λέξεις «Αγαπητέ πατέρα». Σε αυτό ο μετανάστης εξηγεί τους λόγους και τις λεπτομέρειες της αναχώρησης του για την Αμερική, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η αφήγηση συνεχίζεται με νέα γράμματα, ενώ στην οθόνη εμφανίζεται μια μαγευτική συναρμογή από φωτογραφίες, καρτ ποοιάλ και αποκόμματα εφημερίδων της εποχής. Η μουσική υπόκρουση συνδυάζει δημοφιλείς αμερικανικές μελωδίες με ελληνικά δημοτικά τραγούδια, καθώς ο μετανάστης που αρχικά είχε ασήμαντη δουλειά και δεν ήξερε να μιλάει τη γλώσσα καταλήγει να γίνει ιδιοκτήτης μιας ανθηρής επιχείρησης. Μας μιλά για περίλαμπρα ελληνικά γλέντια και για τον σεβασμό που δείχνουν σιους Έλληνες οι υπόλοιποι Αμερικανοί. Το τελευταίο γράμμα, που γράφτηκε έπειτα από την επιστροφή του μετανάστη στην Ελλάδα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, απευθύνεται στα παιδιά του στην Αμερική και αρχίζει με τις λέξεις «Αγαπημένα μου παιδιά». Όπως τα τόσο δημοφιλή σιην Αμερική ενοριακά έντυπα που βγάζουν οι εκκλησίες, έτσι και τα Γράμματα αποτελούν μια «επίσημη ιστορία», με πληθώρα από ευτυχισμένες οικογένειες και οικονομικούς θριάμβους. Είναι ακριβώς η ίδια μυθολογία που συνεπαίρνει τους χωρικούς στον Μετανάστη. Αυτό που μένει ανείπωτο είναι ότι οι περισσότεροι Ελληνοαμερικανοί δεν παλιννόστησαν, πολλοί από τους άντρες που έφυγαν μετανάστες δεν παντρεύτηκαν ποτέ και επί δεκαετίες οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές διακρίσεις εις βάρος τους. Ωστόσο, ο πλούτος της ταινίας σε εικόνες και ήχους αιχμαλωτίζει έντεχνα τις περασμένες εποχές. Ακόμα, τα Γράμματα μεταδίδουν με επιτυχία την ένταση ανάμεσα στην τάση για αφομοίωση και στον πόνο του αποχωρισμού από τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας.

Μετά το τέλος της εποχής των στούντιο και μετά τη χούντα, ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να εκφράζεται πιο πικρά για τους Ελληνοαμερικανούς και την κουλτούρα τους. Ίσως αυτό να ήταν μια αναπόφευκτη συνέπεια της επαναδιαπραγμάτευσης για μία λιγότερο εξαρτημένη σχέση με τις ΗΠΑ, όπου οι Ελληνοαμερικανοί πλέον ευημερούσαν. Η πλειονότητα των Ελλήνων που μετανάστευσαν μεταξύ 1900-1924, δεν ζούσαν πια και τα παιδιά τους θεωρούνταν πολύ περισσότερο Αμερικανοί παρά Έλληνες. Ωστόσο, με το ξεκίνημα του εικοστού πρώτου αιώνα εμφανίστηκαν αρκετές ταινίες όπου φαίνονται οι απαρχές μιας νέας πολιτισμικής δυναμικής.

Κατά τα τελευταία χρόνια, οι δύο πιο εμπορικές ταινίες στην Ελλάδα ήταν η Πολιτική, κουζίνα (2003) και οι Νύφες (2004). Η κάθε μια τους διαλογίζεται πάνω στην ελληνική πολιτισμική ταυτότητα. Ο επαναπατρισθείς Έλληνας στην Πολιτική κουζίνα νιώθει να του λείπει βαθιά η Κωνσταντινούπολη των παιδικών του χρόνων, πράγμα που παραπέμπει στη νοσταλγία των μεταναστών της διασποράς για την Ελλάδα. Οι Ννφες εξερευνούν τους λόγους που ώθησαν σχεδόν ένα εκατομμύριο Έλληνες να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα οτην Αμερική και τη φύση του πολιτισμού που αυτοί έφεραν μαζί τους. Στην εποχή αυτή της παγκοσμιοποίησης, κατά την οποία η πολιτισμική ταυιότητα περιορίζεται ολοένα και λιγότερο από τα εθνικά σύνορα, επαναπροσδιορίζεται το ποιος και τι αποτελεί μέρος του ελληνικού πολιτισμού. Δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε εάν, στο προσεχές μέλλον, οι Έλληνες της Ελλάδας γυρίζουν εξαιρετικές ταινίες για τους Έλληνες του εξωτερικού και οι παλιννοστούντες Έλληνες γυρίζουν εξαιρετικές ταινίες στην γεωγραφική τους πατρίδα.
 
 Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ 1956-2006

Σχόλια

O Dan Georgakas είναι συντάκτης του περιοδικού Cineaste και διευθυντής του προγράμματος Ελληνοαμερικανικών σπουδών στο Κέντρο Βυζαντινών και Νεοελληνικών σπουδών του Queens College City Univercity of New York.