(απαραίτητο για την ψηφοφορία των ταινιών)
(απαραίτητο για το σχολιασμό των ταινιών)

Στατιστικά

  • Σύνολο μελών: 6617

Τυχαίες ταινίες

Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος

Η γέφυρα

Έτος:
1995
Προβολή της ταινίας

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν

Απρίλιος 2007. Κείμενο του Γιάννη Φραγκούλη για την ταινία "Τα ματόκλαδά σου λάμπουν".

ΤΑ ΜΑΤΟΚΛΑΔΑ ΣΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝ
η απόδοση της μουσικής

Το 1961 ο Κώστας Φέρρης ξεκινά με αυτή την ταινία την υπέροχη και συναρπαστική περιπέτειά του στον ελληνικό κινηματογράφο. Πριν από αυτή την ταινία έχει μάθει κινηματογράφο, στην Αθήνα, πιο μπροστά έχει δαμάσει το δοκιμιακό λόγο του στην κριτική κινηματογράφου, στην Αίγυπτο, και, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έχει ασχοληθεί, μαζί με άλλους, με το ρεμπέτικο και πιο συγκεκριμένα με το Μάρκο Βαμβακάρη, σα μια ιδιάζουσα περίπτωση της ελληνικής μουσικής. Πολύ αργότερα, ο Θεοδωράκης θα δηλώσει ότι θεωρεί το Βαμβακάρη ως δάσκαλό του. Άρα το ένστικτο του Φέρρη δεν είχε λαθέψει.

Αν δούμε αυτή την ταινία, η οποία διαρκεί λίγο παραπάνω από όσο διαρκούν τα δύο τραγούδια «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», του Μάρκου Βαμβακάρη, και το «Μινόρε της αυγής», του Σπύρου Περιστέρη, θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε μια ολοκληρωμένη αφήγηση που έγινε για να πλαισιώσει αυτά τα δύο τραγούδια. Ή περίπου έτσι. Προς το τέλος της ταινίας αναγκαζόμαστε να αμφιβάλουμε και να δούμε τον πειραματισμό του Φέρρη.

Ενώ, από πρώτη άποψη, μας δείχνει ότι έχει σκαρώσει μια αφήγηση, μια μικρή ερωτική ιστορία, για να «ντύσει» οπτικά τα δύο τραγούδια, όσο η ταινία προχωρά, καταλαβαίνουμε ότι τα τραγούδια υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο για να μας δώσουν το ρυθμό. Ο Φέρρης είχε φτιάξει την ιστορία του. Η μουσική συντροφεύει τις εικόνες, δεν υπάρχουν υπερβάσεις της μουσικής στην εικόνα ή το αντίστροφο, ακούμε και βλέπουμε χωρίς καμιά από τις δύο αισθήσεις να ενοχληθεί ούτε δευτερόλεπτο.

Δε φοβάται, προς το τέλος να κάνει μια αδικαιολόγητη(;) παύση. Όπως δε φοβάται να ενώσει με τον πλέον απλό τρόπο τα δύο αυτά τραγούδια. Η κοπέλα βρίσκει τον αγαπημένο της και σμίγουν στο χορό. Παύση. Εικόνες που μας φέρνουν στην αρχή της ταινίας. Ξανά μουσική. Πάλι εσωτερικό του σπιτιού, κοντινό της κοπέλας, όπως στην αρχή της ταινίας. Η κοπέλα στο παράθυρο βλέπει τα παιδιά, να τρέχουν στο δρόμο, ολοκληρώνοντας το τρεχαλητό τους που έκαναν στην αρχή, και το περιστέρι να πετά μακριά προς την ελευθερία, όπως το όνειρό της που φεύγει. Γιατί επρόκειτο για ένα όνειρο, ένα θέλω της, το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Ο Φέρρης πειραματίζεται και βαδίζει σε ένα τεντωμένο σκοινί, με τον κίνδυνο πάντα να πέσει στο κλασικό ύφος. Στο ίδιο σκοινί που θα βαδίσει στο «Ρεμπέτικο» (1983), και στη «Φόνισσα» (1974), με συν-σεναριογράφο το Δήμο Θέο. Στα «Ματόκλαδα», όπως και στη «Φόνισσα», γίνεται το εξής: ανακατεύεται η χρονική διάταξη των δρώμενων έτσι ώστε να δοθεί η αίσθηση του παράλογου, του αφύσικου και του παράξενου, για να αποδοθεί όσο τον δυνατόν καλύτερα η ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστριών όπως και η θλίψη της κοπέλας στα «Ματόκλαδα». Πρωτοποριακή αφήγηση, πολύ γοητευτική και νεανική, ακόμη και σήμερα. (Μήπως θα έπρεπε τα βίντεο κλιπ να γυρίζονται έτσι;)

Για την ιστορία. Η ταινία υποβλήθηκε το 1961 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όμως τόσο η πρωτοβάθμια όσο και η δευτεροβάθμια επιτροπή την έκοψε λόγω χασικλίδικων τραγουδιών!!!

Γιάννης Φραγκούλης

Σχόλια

Ο Γιάννης Φραγκούλης είναι κριτικός κινηματογράφου, πρόεδρος του σωματείο "μικρό" και δημοσιογράφος. Διαδικτυακή εφημερίδα κινηματογράφου .....