(απαραίτητο για την ψηφοφορία των ταινιών)
(απαραίτητο για το σχολιασμό των ταινιών)

Στατιστικά

  • Σύνολο μελών: 6616

Τυχαίες ταινίες

Προβολή της ταινίας

Ο Γιάννης και ο Δρόμος

Κείμενο της Τώνιας Μαρκετάκη για τον κινηματογράφο στήν ελλάδα.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΕ ΑΠΟΛΥΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΥΦΟΣ
Από την Τώνια Μαρκετάκη
Σκηνοθέτη.

Α.  Κινηματογράφος και εθνική Ταυτότητα
Γενικές Εκτιμήσεις

Ο Κινηματογράφος είναι ή μορφή Τέχνης πού, περισσότερο από κάθε άλλη, καθρεφτίζει το πολιτιστικό πρόσωπο μιας χώρας. τις αισθητικές κατακτήσεις της, τις πνευματικές της αναζητήσεις, το τεχνολογικό της επίπεδο, την ορολογία πάνω στην οποία επικοινωνεί.
Στο διεθνή στίβο, μας ζητούν να είμαστε ακόμα αυτό που, πριν από χρόνια, καθιέρωσαν ταινίες σαν το "Ζορμπά" και "Τα Παιδιά του Πειραιά": διασκεδαστικοί, χαριτωμένοι, γραφικοί, χυμώδεις και πνευματικά καθυστερημένοι. Πάει, καιρός πού δεν είμαστε πια ούτε γραφικοί ούτε χυμώδεις. Μένει, ίσως, ν'αποδείξουμε ότι δεν είμαστε πια ούτε πνευματικά καθυστερημένοι.

Είμαστε μια χώρα αλλοπρόσαλλη και μοναδική. Πάσχουμε άπ'όλα όσα πάσχουν οι υπερεξελιγμένες κοινωνίες: υπογεννητικότητα καρκίνο, μόλυνση, υπερκατανάλωση... Και άπ'όλα όσα πάσχουν οι υπανάπτυκτες: τσιμεντοποίηση, πνευματική εξαθλίωση, έμμεση αποικιοκρατία, μειωμένη εθνική αξιοπρέπεια α και αποδοχή της κατάστασης σαν αναπόφευκτης και τελεσίδικης.
Και ανένταχτοι . Δεν αντλούμε δύναμη από καμιά ομαδοποίηση. Ούτε πραγματικά Ευρωπαίοι μα ούτε και "Αφρικανοί. Ούτε καν Άραβες. Μόνοι - ακόμα και στο χώρο όπου ανήκουμε γεωγραφικά - αφού τόσο οι Σλάβοι όσο κι ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός σταμάτησαν κάπου πέρα από τα Βόρεια σύνορα μας. Ούτε καν Ευραιοκρατούμεθα - όσο και δεν ανήκουμε στο λόμπι του πετρελαίου. Και είμαστε μόνο δέκα εκατομμύρια να μιλάμε μια γλώσσα πού μερικοί από μας θα ήθελαν να υπερασπισθούν ως την τελευταία ρανίδα του αίματος τους, σαν τη μοναδική επιβεβαίωση ύπαρξης.

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, ή δυνατότητα των ταινιών να επιζήσουν οικονομικά είναι ανύπαρκτη. Στό εσωτερικό: μόνο το 0,7% των Αθηναίων πηγαίνει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Στό εξωτερικό: δεν ανήκουμε σε κανένα από τα δίκτυα πού διακινούν και εμπορεύονται το SHOW BUSINESS" Αποτέλεσμα: οι ιδιώτες παραγωγοί έχουν εκλείψει. Οι δύστυχοι σκηνοθέτες καλούνται να επωμισθούν το ρόλο του παραγώγου, εξ'ορισμού αντίθετο προς την ιδιότητα, την ιδιοσυγκρασία και την ποιότητα του καλλιτέχνη. "Αξιοπρεπώς ρακένδυτοι και πειναλέοι, χάνονται μέσα σ' ένα ωκεανό από γραφειοκρατικές, λογιστικές και οικονομικές διαδικασίες πού απομυζούν την οποιαδήποτε καλλιτεχνική ΐκμάδα τους έχει αφήσει ή μιζέρια των μέσων μέσα στα οποία είναι αναγκασμένοι να "δημιουργήσουν".

Το Κέντρο Κινηματογράφου, παγιδευμένο ανάμεσα στις καλές προθέσεις, την οικονομική ανεπάρκεια, την πληθώρα των δημιουργών-διεκδικητών της ισχνότατης "πίττας", την ποικιλία των απόψεων περί πολιτικής στον Κινηματογράφο, της εννοίας η της παρανόσης των δημοκρατικών διαδικασιών, της ανεπάρκειας νομικού πλαισίου και της- μόνιμα κραδαινόμενης σπάθας για κατηγορία ατασθαλιών, βλ. διασπάθισης του δημοσίου χρήματος και μιας ανίκανης Νομικής Υπηρεσίας, αγωνίζεται τον καλόν αγώνα σαν ναυαγοσώστης  που  παρασύρεται στο βυθό από τους πνιγμένους πού προσπαθεί να σώσει. Αποτέλεσμα: οι Ελληνικές ταινίες που παράγονται να είναι κατά κανόνα άναρθες, να προσπαθούν αξιοποιήσουν την έννοια της αφαίρεσης κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία και ανάγοντας σε αισθητική αξία την ανέχεια ( την κενότητα των πλάνων λόγω ανυπαρξίας κομπάρσων, το στυλιζαρισμένο παίξιμο του ηθοποιού λόγω ανεπαρκούς πρόβας, την  αγκύλωση της κινηματογράφισης λόγω μικρής ποσότητας διαθέσιμου φιλμ - αλλά πάνω άπ' όλα: τον ευνουχισμό της έμπνευσης, με την αναγκαστική στροφή της προς θέματα περιορισμένων αναγκών παραγωγής, δηλαδή περιορισμένης δράσης και "θεαματικότητας".

Με όλα αυτά, ο Ελληνικός Κινηματογράφος κατέληξε να είναι το "κόκκινο πανί" ακόμα και γι'αυτό το 0,7% του "Έλληνα θεατή. Ενώ το Ελληνικό Κέντρο Κιν/φου, εδώ και δέκα χρόνια, με στόχο να "βουλώνει τα στόματα", επικεντρώνει τη φιλοδοξία του στον όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό των κατ'έτος παραγομένων ταινιών. θεωρητικοποιημένη ή μη, η κυριαρχία της ποσότητας. Με αποκορύφωμα την περίφημη "σύγκρουση" μεταξύ "νέων" και "γέρων", με ό,τι τραγελαφικό η τραγικά γελοίο αυτή η "σύγκρουση" εκφράζει.

Ας τον καταργήσουμε, λοιπόν, αυτό τον έρημο κινηματογράφο πού τόσους πονοκεφάλους μας προκαλεί. Ας μην ξαναπαρουσιαστούμε στίς Κάννες, τη Βενετία, το Βερολίνο, το Σικάγο, τη Νέα Υόρκη. Ο Κινηματογράφος είναι μια Τέχνη πού χρειάζεται χρήματα και χρήματα δεν έχουμε. Είμαστε χώρα φτωχή, τελεία και παύλα. Όμως, ο Κινηματογράφος είναι ή μόνη  "τέχνη πού ταξιδεύει". Και τί γίνεται μ'εκείνο το περίφημο υπόβαθρο, την ατμόσφαιρα σεβασμού πού πρέπει να δημιουργήσουμε (τώρα που δεν είμαστε ούτε καν υπανάπτυκτοι) σε μια εποχή αναζωπύρωσης των λογής λογής εθνικισμών; 0ά συνεχίσουμε να στέλνουμε κάποια αγγεία μαζί με τα ηρωικά και πένθιμα άσματα της δεκαετίας του 60, υπογραμμίζοντας πόσο είμαστε ανάξιοι απόγονοι ενδόξων προγόνων; Ανύπαρκτοι στο σήμερα διεκδικητές αρχαίων συνόρων ;

Σαν έθνος πού επέζησε μέσα από αλλεπάλληλους κατακτητές και μετακινήσεις συνόρων οφείλουμε να ξέρουμε πώς η επιβίωση μας δεν κινδυνεύει από τους πειναλέους και σπαρασσόμενους Σκοπιανούς αλλά από την- έσωθεν γάγγραινα: την τάση για κατάργηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας, την αδιαφορία μπροστά στην πνευματική διάλυση, την ίσως αναπόφευκτη ηττοπάθεια μπροστά στο αδιέξοδο καί την απόγνωση.