Τέσσερα
- Έτος:
- 1991
Σύνοψη σεναρίου:Ένας άνθρωπος μοναχός του περπατάει στο δρόμο.
Σενάριο:
ΣΚΗΝΗ 1.Μια πλατεία. Στό βάθος ένα παγκάκι, πάνω καθισμένος ο Γιάννης, στάση κουρασμένη. Τα γόνατα λυγισμένα, ακουμπά πάνω το κεφάλι του.
Η σκάλα σε μιαν ανηφοριά. Ο Γιάννης κατεβαίνει, φτάνει στο δρόμο κάτω και χάνεται σε μια στροφή. Στη γωνιά ενός δρόμου σταματά κι ανάβει τσιγάρο.
Ξεκινά, τον παρακολουθούμε καθώς περιδιαβάζει χαζεύοντας τις βιτρίνες.
Νύχτα. Από το βάθος μιας λεωφόρου ο Γιάννης έρχεται προς τη μηχανή, προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπία πάνω στην ασβεστωμένη γραμμή που χωρίζει το δρόμο.
ΣΚΗΝΗ 2.
Σ' ένα πλάτωμα του δρόμου. Βρέχει κατακλυσμιαία. Σ' έναν κατήφορο οι ομπρέλες προχωρούν χαρούμενα προς τα κάτω.
Από μιαν ανηφοριά, άλλες ομπρέλες κατεβαίνουν και χωρίζονται μπροστά στη μηχανή, ακολουθώντας διάφορες κατευθύνσεις.
Μπροστά σ' ένα περίπτερο ο Γιάννης χαζεύει τα περιοδικά της βιτρίνας. Όμορφες κοπέλες στα εξώφυλλα, πομπώδεις τίτλοι για εγκλήματα και ιστορικά γεγονότα. Ο Γιάννης ανάβει τσιγάρο. Μια σταγόνα βροχής το μουσκεύει. Στρέφει το κεφάλι του να δει από πού ήρθε η σταγόνα.
Η τέντα του περιπτέρου, με τα κρόσσια της ν' ανεμίζουν. Αργές σταγόνες ξεκινούν από κει και πέφτουν κάτω. Ο Γιάννης τις μαζεύει στο χέρι του. Σκύβει και μαζεύει κάτι μέσα από μια λιμνούλα νερό: είναι μια μεγάλη παιδική μπίλια, λασπωμένη. Καθώς προσπαθεί να την καθαρίσει, ένα αυτοκίνητο περνά μέσα απ' τη λιμνούλα και τον πιτσιλίζει. Ο Γιάννης σκουπίζει το πρόσωπο του και σηκώνεται.
ΣΚΗΝΗ 3.
Μια κατάξανθη κοπέλα, τουρίστρια, με σακίδιο, κοντή φούστα και πέδιλα, περνά στο δρόμο χαμογελώντας προς το Γιάννη. Αυτός την ακολουθεί. Φτάνει σε μια πλατεία. Ο ήλιος που ήταν κρυμμένος πίσω από τοίχο, τον τυφλώνει. Η πλατεία είναι άδεια. Στη μέση, έρημα τραπεζάκια. Ο Γιάννης προχωρά και προσπαθεί να προσανατολιστεί. Ένας κουλουρτζής έρχεται απ' το βάθος και στήνει τον ταβλά του κόντρα στον ήλιο.
ΣΚΗΝΗ 4.
Ένα κούφιο πλακάκι· από κάτω, βρόχινο νερό. Ο Γιάννης πατά πάνω, και το νερό πηδά και τον πιτσιλίζει. Μια ζητιάνα, φρικιαστική στην όψη, τον ενοχλεί, απλώνοντας τα χέρια της επίμονα προς το μέρος του. Ένας καβγάς στο δρόμο, κι ο κόσμος που τρέχει, φωνάζοντας, να δει τι συμβαίνει.
ΣΚΗΝΗ 5.
Μια κοπέλα, μελαχρινή, με μεγάλα μάτια και λαμπερά δόντια. Κοιτά κατάματα τον Γιάννη, πίνει από ένα ποτήρι, κινείται κοκέτικα, με τα χέρια ακουμπισμένα σ' ένα τραπεζάκι καφενείου, εσωτερικό.
Κοπέλα: Δεν το πιστεύετε... κι όμως... παντρεύομαι σ' ένα μήνα. Μια καλή τύχη. Βιομήχανος.
Η κοπέλα όρθια. Ο Γιάννης της φορά το παλτό και κάνει να τη φιλήσει στο λαιμό. Εκείνη τραβιέται ναζιάρικα.
Κοπέλα: Μα αφού σας είπα...
Μπροστά σε μια πόρτα πολυκατοικίας, η κοπέλα, ανεβασμένη στα σκαλιά της εισόδου, τείνει αποχαιρετιστήρια το χέρι της στον Γιάννη.
Κοπέλα:... αυτό που ζητάτε... Δεν μπορώ. Φίλοι, όμως...
Ο Γιάννης ορμά πάλι να τη φιλήσει. Εκείνη τραβιέται πάλι απότομα και χάνεται στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Ο Γιάννης μένει μόνος του πάνω στις σκάλες. Νομίζει πως ακούει θόρυβο από τη μεριά της πόρτας, στρέφεται. Τίποτα.
Παίζει με τα χέρια και τα πόδια του. Κατεβαίνει χοροπηδώντας αμήχανα τις σκάλες. Δεν ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει. Τελικά, στρίβει αριστερά και χάνεται στο βάθος του δρόμου.
ΣΚΗΝΗ 6.
Νύχτα. Απ' το βάθος ενός δρόμου έρχεται τρέχοντας ένα ζευγαράκι. Παίζουν, εκείνη προσπαθεί τάχα να του ξεφύγει, εκείνος την κυνηγά, την πιάνει, τάχα αντιστέκεται, στο τέλος υποτάσσεται, φιλιούνται. Ο Γιάννης, μόνος σε μια γωνιά του ίδιου δρόμου, παρακολουθεί τη σκηνή.
Από ένα μισάνοιχτο παράθυρο υπογείου, κάπου εκεί δίπλα, φαίνονται οι σκιές ενός άλλου ζευγαριού που αγκαλιάζεται.
Ακούγονται πνιχτά γέλια και φωνές. Ο Γιάννης έχει καθίσει στην άκρη του πεζοδρομίου με το κεφάλι στα χέρια. Το πρώτο ζευγαράκι περνά πάλι τρέχοντας από μπροστά του.
Ακούγεται ξαφνική μουσική μπλουζ. Από ένα φωτισμένο παράθυρο, φαίνονται τα ζευγάρια που χορεύουν.
Ο Γιάννης, μόνος του στη μέση του δρόμου, κινείται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής, χορεύοντας με μια φανταστική ντάμα. Με το τέλος της μουσικής, ένα άλλο παράθυρο ανοίγει απότομα, κάποιος πετά έξω μια αναμμένη γόπα, και το παράθυρο ξανακλείνει βιαστικά. Η γόπα κυλά στον κατήφορο και κάπου σταματά.
ΣΚΗΝΗ 7.
Η μηχανή, μέσα σ' ένα αυτοκίνητο, τρέχει ιλιγγιωδώς μέσα στους έρημους νυχτερινούς δρόμους της πόλης. Την πορεία συνοδεύει απαγγελία από το ποίημα «Απόψε».
Φωνή ανδρική, λαχανιασμένη (off): («Απόψε πού έχασα τον ύπνο μου και βουλιάζω στην άπατη νύχτα...»)
Με την τελευταία λέξη της απαγγελίας, ένα σπίρτο ανάβει στο σκοτάδι. Διακρίνεται ο Γιάννης, στις σκάλες ενός τεράστιου, δαιδαλώδους, παλιού σπιτιού. Προσπαθεί να βρει το δρόμο του στα σκοτεινά. Φτάνει στο διάδρομο. Μια ξαφνική λουρίδα φωτός, η σκιά μιας καρέκλας που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Η καρέκλα στερεώνει την ανοιχτή πόρτα ενός δωματίου. Μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο, μια γριά, σκελετωμένη, κοιμάται με το στόμα ορθάνοιχτο πάνω σ' ένα κρεβάτι.
Ο Γιάννης πηδά γρήγορα πάνω απ' το κανάλι φωτός που σχηματίζει το φως του δωματίου στο διάδρομο, και χάνεται πάλι στο σκοτάδι.
Ένα άλλο φως ανάβει ξαφνικά από το φωταγωγό. Μας αποκαλύπτει τον Γιάννη τρομαγμένο σε μια γωνιά, να ηρεμεί σιγά σιγά, κι ύστερα να κατευθύνεται σε μια πόρτα. Χτυπά, αλλά δεν παίρνει απάντηση. Το φως απ' το φωταγωγό ξανασβήνει.
Ο Γιάννης προχωρά μέσα απ' τον σκοτεινό διάδρομο προς την έξοδο. Στο βάθος, η λουρίδα φωτός απ' το δωμάτιο της γριάς. Προσπαθεί να την πηδήσει. Κάτι τον συγκρατεί. Η γριά βρίσκεται όρθια στην πόρτα του δωματίου της κι έχει γαντζώσει το χέρι της πάνω του.
Γριά: Ποιος πέθανε;
Ο Γιάννης προσπαθεί ν' αποσπαστεί, αλλά εκείνη τον συγκρατεί επίμονα.
Γριά: Κάποιος πέθανε, έξω.
Με μια τελευταία προσπάθεια, ο Γιάννης απελευθερώνεται. Η γριά μένει γραπωμένη στο περβάζι της πόρτας. Ο Γιάννης προσπαθεί να κατέβει γρήγορα τα σκαλιά της σκοτεινής εξόδου. Ένα κοπάδι γάτες περνούν ουρλιάζοντας μέσα απ' τα πόδια του και βγαίνουν απ' την ανοιχτή πόρτα του βάθους.
Ο Γιάννης σταματά τρομαγμένος, ακουμπά σ' έναν τοίχο, κουλουριάζεται σαν να τον πονά το στομάχι του.
ΣΚΗΝΗ 8.
Ο Γιάννης τρέχει, νύχτα, σ' έναν κατήφορο. Το πρόσωπό του μοιάζει να καλεί σε βοήθεια.
Μια σειρά από πλάνα επικαίρων ή παλιών ταινιών με σκηνές βίας: άλογα που τρέχουν, απηνές φόνου, πολέμου, μια γυναίκα που γεννά. Οι ήχοι αλλάζουν μαζί με τα πλάνα. Η τελευταία κραυγή της γυναίκας εξακολουθεί και στο επόμενο πλάνο.
Από ψηλά, η Αθήνα τα ξημερώματα. Η κραυγή του τοκετού μοιάζει ν' απλώνεται στην πόλη. Ο Γιάννης τελειώνει το τρέξιμο πέφτοντας πάνω σ' έναν τοίχο με τα χέρια μπροστά. Είναι λαχανιασμένος, η ανάσα του θυμίζει κλάμα. Ακούγεται μουσική φυσαρμόνικας, πολύ απαλή, κυριολεκτικά καταπραϋντική. Ο Γιάννης στρέφει το κεφάλι του αργά προς την κατεύθυνση της μουσικής. Ένας νεαρός, γύρω στα 15, προβάλλει απ' τη γωνιά του δρόμου, κρατώντας μια φυσαρμόνικα. Έρχεται προς τον Γιάννη, περνά από μπροστά του, συνεχίζει και χάνεται πίσω από μιαν άλλη γωνιά. Μια γριά φαίνεται στο δρόμο να περπατά κουτσαίνοντας.
ΣΚΗΝΗ 9.
Σε μια ταβέρνα, ο Γιάννης πίνει. Κοιτά γύρω του: τα πάντα θολά. Ακούγεται ο θόρυβος από τα πιάτα και τα ποτήρια που πλένουν στην κουζίνα. Ένα νυσταγμένο γκαρσόνι σκουπίζει. Μια γάτα πηδά πάνω στο τραπέζι του, κι έπειτα φεύγει. Μερικοί τελευταίοι πελάτες φεύγουν τρεκλίζοντας από την πόρτα. Ο Γιάννης ανακαλύπτει ξαφνικά ότι ο ταβερνιάρης έχει έρθει να καθίσει στο τραπέζι δίπλα του. Ο ταβερνιάρης τον κοιτά περίλυπα.
Ταβερνιάρης: Δεν τα λυπάσαι τα νιάτα σου; Τέτοια νιάτα, κρίμα!
Ο Γιάννης θυμώνει με τον απρόσκλητο μουσαφίρη, που επεμβαίνει στα οικογενειακά του. Σηκο3νεται αργά. παίρνει ένα γεμάτο ποτήρι και, εξίσου αργά, καταβρέχει τον ταβερνιάρη, χύνοντας το κρασί πάνω στα μουστάκια του. Ο ταβερνιάρης δεν αντιδρά, γεμάτος κατανόηση. Κλείνει τα μάτια και γλείφει, με απόλαυση τα μουστάκια του.
Ένας πελάτης γελά δυνατά. Ο Γιάννης του πετά το άδειο ποτήρι, που σπάζει στον τοίχο, δίπλα του. Απλώνεται ησυχία. Το γκαρσόνι κοιμάται σε μια γιωνιά. Ο Γιάννης χτυπά τις γροθιές του στο τραπέζι, ουρλιάζοντας.
Γιάννης: «Τέτοια» νιάτα, είπες, ε; Και. σένα ποιος σου μίλησε; Τι. διάβολο ανακατεύεσαι, π'ανάθεμα σε;
Απομακρύνεται βιαστικά απ' το τραπέζι, τα πόδια του μπλέκονται σε μια καρέκλα και την αναποδογυρίζουν. Προχωρά στο βάθος, προς τα βαρέλια, ανοίγει μια κάνουλα και πίνει. Σκουπίζει το στόμα του. Κάθεται χάμω.
Γιάννης: Αν ήταν «τέτοια», θα τα πρόσεχε και κείνη, όχι μόνο του λόγου σου!
Είναι φανερά παραπονεμένος. Κοιτά τα παπούτσια του.
Γιάννης: Όμως δεν είναι «τέτοια»... «Τέτοια» είναι!
Τα παπούτσια του είναι τρύπια. Θυμώνει ξαφνικά, βγάζει το ένα, το πετά. Το παπούτσι φτάνει κοντά στον ταβερνιάρη, που εξακολουθεί να κάθεται περίλυπος στην καρέκλα. Ο Γιάννης βγάζει το άλλο παπούτσι, κι ετοιμάζεται να το πετάξει κι αυτό, όμως του έρχεται μια πιο καλή ιδέα. Γυρίζει, ανοίγει την κάνουλα και γεμίζει το παπούτσι του κρασί. Το κρασί τρέχει από τις τρύπες του παπουτσιού, κι ο Γιάννης το κοιτά ευχαριστημένος. Έπειτα, βαριεστημένα, το πετά κι αυτό. Το παπούτσι συναντά το άλλο, κάπου κοντά στα πόδια του ταβερνιάρη. Ο Γιάννης κοιτά τώρα στοχαστικά τα πόδια του. Τα δάχτυλα ξεπρο-βαίνουν απ' τις τρύπιες κάλτσες και φαίνονται να κουβεντιάζουν τρυφερά μεταξύ τους,
Γιάννης: «Τέτοια»!
Ο ταβερνιάρης διηγείται τη δική του περίπτωση.
Ταβερνιάρης: Εμένα, όταν μου είπε πως παντρεύεται, ήθελα να τη σκοτώσω.
Το ηχηρό γέλιο ακούγεται και πάλι. Ο ταβερνιάρης κοιτά παραπονεμένα τον άνθρωπο που καγχάζει σε βάρος του. Αυτός σηκώνεται απ' τη θέση του. Κρατά το σακάκι, ριγμένο στους ώμους του, προχωρά προς την έξοδο. Ξαφνικά, σταματά και ρωτά ειρωνικά τον ταβερνιάρη.
Πελάτης: Και δε μου λες, κυρ-Παναγιώτη, τη σκότωσες;
Ο ταβερνιάρης κάνει νόημα «όχι» με το κεφάλι του. Ο πελάτης προχωρά νωχελικά προς το γκαρσόνι που κοιμάται, και, το ξυπνά χτυπώντας με δύναμη πάνω στο τραπέζι ένα εικοσάρικο. Το γκαρσόνι ανοίγει τα μάτια χωρίς να καταλαβαίνει.
Ο Γιάννης έχει σηκωθεί. Έχει πλησιάσει το τραπέζι του ταβερνιάρη και πίνει πάλι. Καθώς σταματά να πίνει για να πάρει ανάσα:
Γιάννης: Και ξέρεις ποιον παντρεύεται; Μια καλή τύχη: βιομήχανο! Αν ήταν καλλιτέχνης, και το σακάκι μου να του στρώσω να πατήσει!
Αρχίζει να βαδίζει πάνω-κάτω, σαν να παραμιλά. Βγάζει το σακάκι του και το στρώνει στο πάτωμα. Έπειτα, περνά ο ίδιος κι έρχεται προς τον ταβερνιάρη.
ΣΚΗΝΗ 10
Στο δρόμο, νύχτα. Βρέχει. Μπροστά, η έξοδος της υπόγειας ταβέρνας. Ο Γιάννης προσπαθεί ν' ανεβάσει στα σκαλιά τον μεθυσμένο ταβερνιάρη που όλο σκοντάφτει, παραπατά και πέφτει. Κάποτε, τον φτάνει μέχρι το πεζοδρόμιο, αλλά αυτός πέφτει πάλι. Ο Γιάννης έχει πια βαρεθεί. Τον σέρνει μέχρι το περβάζι ενός παραθύρου υπογείου και τον ακουμπά πάνω. Ο ταβερνιάρης προσπαθεί να βολευτεί. Ο Γιάννης απομακρύνεται, έπειτα σταματά και βγάζει το καπέλο του με μια κωμική υπόκλιση που σημαίνει αποχαιρετισμό. Έπειτα μετανιώνει, πλησιάζει τον ταβερνιάρη και του φορά το καπέλο στο κεφάλι. Φεύγει τρέχοντας αυτή τη φορά και παραπατώντας μέσα στον βρεγμένο δρόμο. Σ' έναν τοίχο σταματά, γυρεύοντας στήριγμα. Ακουμπά πάνω το κεφάλι του και νιώθει την υγρή επαφή με την τραχιά πέτρα. Αυτό του θυμίζει τα βράχια, το καλοκαίρι, δίπλα στη θάλασσα. Βλέπουμε τον ήλιο που λάμπει, την άμμο να γυαλίζει, τον ανοιχτό ορίζοντα μέσα στο άπλετο φως. Μια ξανθιά κοπέλα με τα μαλλιά βρεγμένα, κι ο Γιάννης με το κεφάλι στα γόνατα της. Τον χαϊδεύει. Έπειτα πάλι είναι μόνος, κι ο ήλιος του βαραίνει τα βλέφαρα. Η βροχή ξανάρχεται. Οι πλάκες του δρόμου; και πάνω τους τα νερά που κυλούν. Ο Γιάννης, κουλουριασμένος στη σκάλα της ανηφοριάς, κοιμάται, ζαλισμένος ακόμα, μέσα στη βροχή. Στο βάθος ξημερώνει, κι η πόλη φαίνεται θαμπή μέσα στο νερό. Ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο περνά σφυρίζοντας.
Κι έπειτα πάλι ξηρασία. Ο Γιάννης, φορώντας το παλιό του καπέλο, ανεβαίνει τώρα ήσυχα τη σκάλα. Φτάνει στην κορφή, με την πόλη πίσω του. Σταματά, απευθύνεται προς τη μηχανή, βγάζοντας αποχαιρετιστήρια το καπέλο του.
Γιάννης: Αυτό πού ζητάτε... Δεν μπορώ.
Τέλος.