Αντιμέτωποι
- Έτος:
- 2017
Η ταινία "Μοναστηράκι" είναι ένα ιδιότυπο λυρικό ντοκυμανταίρ και αναφέρεται στο γνωστό χώρο που φέρει το ίδιο όνομα, αλλά και στο μύθο που τον συνοδεύει.
Αντι σεναρίου
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Το "Μοναστηράκι" είναι ένα ιδιότυπο ντοκυμανταίρ σχετικά με τον γνωστό χώρο πού φέρει αυτό το όνομα άλλα και το μύθο πού τον συνοδεύει.
Σαν χώρος το μοναστηράκι από κοινωνική, σκοπιά, και σαν λειτουργία ανταποκρίνεται σ’ ένα πολύ μεγάλο φάσμα αναγκών (αφού για παζάρι πρόκειται) πού τις ικανοποιεί κυρίως με αντικείμενα από δεύτερο χέρι. Ή πελατεία του πολυποίκιλη κι αυτή μπορεί να χωριστεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες, σ’ αυτούς πού το επισκέπτονται έχοντας μια συγκεκριμένη ανάγκη (από ένα φτηνό σακάκι για τον χειμώνα ή ένα παληό ψυγείο για το καλοκαίρι, μπότες για το κυνήγι ή μια παληά καρέκλα για το ντεκόρ μιας ταινίας) και στους "περίεργους". Αυτοί οι δεύτεροι δεν αναζητούν κάτι πού ανταποκρίνεται από τα πριν σε μια συνήθη ανάγκη, αλλά ψαχουλεύουν, αναζητούν παραμυθιάζονται και παραμυθιάζουν ενώ τελικά μαθαίνουν πώς ή αναγνώριση της άξιας, μερικών πραγμάτων χρειάζεται κάποια "μύηση". Αυτή ή κατηγορία είναι κυρίως πού δημιούργησε τον μύθο «μοναστηράκι».
Μετά τον τελευταίο πόλεμο καί κυρίως στίς αρχές της δεκαετίας του ‘50 γίνεται μια μαζική εισβολή στην αγορά νέων βιομηχανικών προϊόντων πού καθιστά τα προπολεμικά παληά. Με γρήγορο ρυθμό τα γούστα του κοινού αναπροσαρμόζονται καί έτσι ζήτηση καί παραγωγή αλλάζουν πορεία. Το όλο πνεύμα διαφοροποιείται, το καλό σπίτι είναι πια το καινούργιο δηλ. ή πολυκατοικία και σ’ ένα καινούργιο σπίτι μόνο καινούργια πράγματα μπορούν να μπουν, τα παληά πάνε στον παλιατζή.
Η μαζική αυτή ζήτηση και ή μαζική της ικανοποίηση δημιούργησαν την πραγματικότητα της αρχιτεκτονικής κακομοιριάς για την οποίαν όλοι σήμερα θλιβόμαστε. Στό διάστημα αυτό πού ό καινούργιος κόσμος εκτόπισε τον παληό ένα μέρος των αντικειμένων αυτού του κόσμου πού μπορούσαν ακόμα να’ χουν κάποια αξία έστω μικρή έφταναν στο μοναστηράκι δια μέσου των παλιατζήδων.
Αυτοί πού δεν είχαν την δυνατότητα να ικανοποιήσουν με πλήρη τρόπο την ανάγκη τους κατέφευγαν στο μοναστηράκι και εκεί έβρισκαν πράγματα φτηνά, από δεύτερο χέρι και για τα οποία συνήθως ντρέπονταν. Οι άλλοι πού δεν τους έφερνε ή ανέ¬χεια στο μοναστηράκι ήταν ένα πλήθος περίεργων ή συλλεκτών αλλά και διανοουμένων. Οι διανοούμενοι έβλεπαν το μοναστηράκι σάν ένα μουσείο του πρόσφατου παρελθόντος απ’ το οποίο αντλούσαν τα ίχνη μιας παράδοσης πού είχε υποστεί κλονισμό.
Λαογραφικές, εικαστικές, μουσικολογικές κ.λ.π. αναζητήσεις βρήκαν το σημαντικότερο μέρος του υλικού τους στό μοναστηράκι. Αυτό δεν άργησε, νάχει τις επιπτώσεις του στην κουλτούρα πού τώρα μέσα στίς νέες συνθήκες του μπετόν προτείνει ένα όπως όπως πάντρεμα με την παληά λαϊκή παράδοση του ρεμπέτικου ή την αστικολαϊκή της λατέρνας και του ακροκέραμου πού από την άποψη της αγοράς μπορεί να πάρει την μορφή του ρομαντισμού της κατανάλωσης.
Νομίζω ότι (Βρισκόμαστε ακριβώς σ' αυτή την στιγμή, δίσκοι 78 στροφών δεν υπάρχουν πια στο μοναστηράκι ούτε ακροκέραμα ούτε ζιπούνια καί τα λιγοστά πού υπάρχουν κοστίζουν πιο ακριβά απ’ τα καινούργια. Τί άλλο μπορεί να γίνει από το να γίνουν καινούργια τα παληά; από το να επανεκδοθούν οί παλιοί δίσκοι καί να ανακατασκευασθούν οι κασέλες; Είναι ό μόνος τρόπος να περάσει ό ρομαντισμός στην κατανάλωση κι ό μόνος τρόπος να ζήσει το παρελθόν στον παρόν.
Ή ταινία όφειλε να λάβει ύπ' όψη της όλα αυτά και πέρα από του να κρατάει μια πόζα εύκολης κριτικής έπρεπε να συμμεριστεί το θέμα καί κυρίως να τ΄αγκαλιάσει. Βέβαια μέσα άπ' αυτό το αγκάλιασμα δεν λείπει ούτε το χιούμορ ούτε ή κριτική μα δεν είναι αυτά τα καθοριστικά. Αυτό πού καθορίζει την ταινία είναι το γεγονός ότι στάθηκε ένας καθρέφτης τόσο της πραγματικότητας όσο καί του μύθου πού συνιστούν το μοναστηράκι. Μια τέτοια συμπαγής ματιά όφειλε ν' αρθρώσει τα επί μέρους θέματα καί τα μοτίβα με τρόπο πού ένα τέτοιο σύνολο να υποβάλλει τελικά την ιδέα ενός οπτικοακουστικού, συμφύρματος σε τάξη.
Για να επιτευχθεί αυτό το φιλμ είχε ανάγκη από μια λεπτόλογη φωτογραφική παρατηρητικότητα αλλά καί μια ανάλογη μουσική καί γενικά ακουστική ανταπόκριση. Μια οπτική εντύπωση πού ανάγει στην μπέλ επόκ καί μια άλλη πουχει το γνώριμο ύφος του νεορεαλισμού δεν μούβαλαν το πρόβλημα πώς να τα δέσω αλλά πώς θα δείξω το ότι είναι δεμένα. Αυτή ή συνύπαρξη της ετερογέννειας έδωσε τελικά στην ταινία την μορφή της.