Ελληνική κοινότητα Χαϊδελβέργης
- Έτος:
- 1976
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ: «ΝΥΜΦΙΟΣ»
Ο πεινασμένος αλλά απωθημένος, γι’ αυτό και οδυνηρός, ερωτισμός, ο ανομολόγητος, που σαν μετεωρίτης διασχίζει τις σκοτεινές ώρες της ηλικιακά ώριμης ηρωίδας της ταινίας, εμποτίζει την ατμόσφαιρα της ταινίας από τις πρώτες σκηνές της. Ζει ολομόναχη, ίσως ανυμένατη ίσως και όχι. Ένα αργό, τελετουργικό traveling με βλέμμα ήρεμο, χιτσκοκικό, περιγράφει το (αυθεντικά σκηνογραφημένο από τη Γιούλα Ζωϊοπούλου) εσωτερικό ενός προπολεμικού μικρό-μεσοαστικό διαμέρισμα στην απόλυτη εκείνη τάξη της μη χρησιμοποίησης. Η ηρωίδα με κατάσαρκη τη μοναξιά στο πρόσωπό της, ανοίγεις την ξύλινη μπιζουτιέρα την οποία κρύβει στην παλαιική σιφονιέρα. Εκεί μαζί με τα ψευδοκοσμήματα και το μικρό χρηματικό της απόθεμα φυλάει και την ολόσωμη φωτογραφία ενός ένστολου νέου άντρα. Την χαϊδεύει, αγγίζοντάς την με τα ακροδάχτυλά της. Τη βάζει ξανά στη θέση της. Τώρα πια ξέρουμε όλα τα απαραίτητα γι’ αυτήν. Από μια γωνία της άναρχα οικοδομημένης γειτονιάς ξεπροβάλει το ψηλό, τσιμεντένιο γιαπί της πολυκατοικίας που σηκώνεται απέναντι απ’ το μπαλκόνι της. Από κει ψηλά ξεπροβάλει και ο ίμερος. Νυμφίο τον συμβολοποιεί ο (σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας) Αχιλλέας Κυριακίδης. Είναι και τα δύο μαζί. Πειρασμός της σάρκας με το ψευδώνυμο, νυμφίος. Μήτσο οικοδόμος – αλλοδαπός; – *με το ηλιοκαμένο και γεροδεμένο κορμί και μόνο ένα μποξεράκι για ρούχο. Οι σύντομες μεταξύ τους ματιές έχουν αποκαταστήσει δίαυλο επικοινωνίας. Ένα δικό του νεύμα, η εξώπορτά της ανοιχτή και ιδού ο νυμφίος έρχεται. «Μην το ψάχνεις» απαντάει εκείνος όταν εκείνη – μπρος στο κρεβάτι – τον ρωτάει πόσο χρονών είναι. Με ασυγκράτητη ταραχή και πόθο τον νέμεται.
Κι αυτός μετά τη σύντομη σαρκική «γνωριμία» φεύγοντας συναποκομίζει και το κομπόδεμα, χαμένη στο κόσμο της για ό,τι της έχει συμβεί, καθισμένη στην κουζίνα, θ’ αφήσει ένα χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλια της με πολλές ερμηνείες.
Έτσι συνέβησαν τα πράγματα. Ούτε το παρελθόν, ούτε τα κατόπιν γνωρίζουμε. Αυτή ήταν η μαγεία του περιστατικού το οποίο η Ολυμπία Καράγιωργα το ερμήνευσε με ημιτόνια έντασης διαδράμοντας την σεναριακή καμπύλη. Αυτή είναι η μαγεία του κινηματογραφικού περιστατικού που μας αφηγήθηκε ο Κυριακίδης για την «…ηδονή που νοσηρός και με φθορά αποκτάται…» κατά πως έλεγε και ο Αλεξανδρινός και που με χρώματα παλιάς καρτ-ποστάλ φωτογράφισε ο Λευτέρης Παυλόπουλος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
Κριτικός κινηματογράφου. γεννήθηκε και ζεί στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γράφει κριτική και θεωρητικά κείμενα για τον κινηματογράφο και τις καλές τέχνες απο τις αρχές της δεκαετίας του '60. Γράφει επίσης, ποίηση. Για πολλά χρόνια υπήρξε πρόεδρος και γενικός γραμματέας της πανελλήνιας ένωσης κριτικών κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), ενώ στο διάστημα 1991-1993 υπήρξε Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Επι 13 χρόνια ήταν μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Εθνικής Κινηματογραφίας του Υπουργείου Πολιτισμού. Κατά καιρούς υπήρξε μέλος κριτικών επιτροπών σε κινηματογραφικά φεστιβάλ και της FIPRESCI, εδώ και στο εξωτερικό, καθώς και καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Καλαμάτας. Γράφει κριτική κινηματογράφου στα περιοδικά "ΑΝΤΙ" και "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ"